H«4η Απριλίου 1968» αποτελεί ημερομηνία-ορόσημο για το ελληνικό μπάσκετ. Η ΑΕΚ κατέκτησε το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης στο Καλλιμάρμαρο και γράφτηκε στην Ιστορία. Με προπονητή τον Νίκο Μήλα. Ο σεμνός Ευρωκυπελλούχος τεχνικός για πρώτη φορά έπειτα από χρόνια λύνει την σιωπή του, με αφορμή την «κιτρινόμαυρη» επέτειο, στο aekbc.gr.
Το σπίτι του «αρχιτέκτονα» της «Βασίλισσας», κάπου στη Νέα Σμύρνη. Όχι μακριά από την Πλατεία. Ακόμη και η στιγμή, που «ανακαλύπτει» κανείς το κουδούνι του διαμερίσματος της πολυκατοικίας, προκαλεί δέος. Η σύζυγός του Ευρωπροπονητή, Άννα, με μια ευγένεια, που συγκλονίζει, εξαιρετική οικοδέσποινα. Έμεινε δίπλα μας καθ’ όλη την διάρκεια της συνέντευξης, όπου και το ιερό «φλας μπακ» στο μεγαλύτερο αθλητικό γεγονός, που έβγαλε την Ελλάδα στους δρόμους πριν από 47 χρόνια.
Η συνέντευξη:
–Kύριε Μήλα, θα ρωτήσουμε ευθέως. Νιώθετε αδικημένος σε ό,τι αφορά στην προβολή σε σχέση με τους αθλητές της ιστορικής 4ης Απριλίου 1968;
«Όχι, δεν αισθάνομαι καθόλου αδικημένος. Θα σας πω κάτι. Τις μεγάλες ομάδες δεν τις κάνουν οι προπονητές, τις κάνουν οι παίκτες! Συνεπώς, οι παίκτες έχουν τον πρώτο λόγο. Αν έχεις καλούς παίκτες, τότε έχεις και καλή ομάδα. Κακά τα ψέματα. Αν για παράδειγμα εκείνη την εποχή ήμουν προπονητής στον Πανιώνιο δεν θα μπορούσα να χτυπήσω τον τίτλο, γιατί έλειπαν οι καλοί παίκτες. Φυσικά, «επικεφαλής» ήταν ο αείμνηστος Γιώργος Αμερικάνος».
–Τι είναι εκείνο, που κυρίως σας έμεινε στο μυαλό από τον θρίαμβο στο Καλλιμάρμαρο;
«Μου έμεινε μία -θα μπορούσα να την χαρακτηρίσω- ιστορική δήλωση του τότε γενικού γραμματέα της FIBA(σ.σ. Ουίλιαμ Τζόουνς) σε μία συνέλευση: «Είμαι πολύ ευχαριστημένος που κατόρθωσα το μπάσκετ να συναγωνίζεται το ποδόσφαιρο σε προσέλευση φιλάθλων». Εννοούσε προφανώς τον αγώνα με τη Σλάβια Πράγας στο Παναθηναϊκό Στάδιο, παρουσία 80.000 θεατών, ένα ρεκόρ που ποτέ δεν έσπασε. Αυτή ήταν μία ιστορική δήλωση».
–Θα μας θυμίσετε πώς προέκυψε η «μεταγραφή» σας στην ΑΕΚ;
«Ήμουν προπονητής στον Αμύντα με τον οποίο εκείνη την εποχή κάναμε μία πολύ καλή πορεία. Ανεβήκαμε στην πρώτη κατηγορία και τερματίσαμε τρίτοι ή τέταρτοι, αν θυμάμαι καλά. Από εκεί ξεκίνησα και μετά πήγα στην ΑΕΚ. Ο αείμνηστος, Δημοσθένης Πασχαλίδης ήταν αυτός που μου έκανε την πρόταση για να πάω στην ΑΕΚ. Δυστυχώς, δεν είναι πια μαζί μας, όπως δεν είναι και ο Γιώργος Αμερικάνος, ο Αντώνης Χρηστέας, ενώ τώρα τελευταία «έφυγε» και ο «γιατρούλης» μας, ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος».
–Πόσο πιστεύατε στην κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης πριν από τον Τελικό;
«Δυστυχώς, δεν το πίστευα (γέλια)! Θα σας πω κάτι που μου έκανε εντύπωση. Στον ημιτελικό παίξαμε με την Ίνις Βαρέζε η οποία μας κέρδισε στο πρώτο παιχνίδι με 18 πόντους, αλλά στον δεύτερο αγώνα που έγινε στο Παναθηναϊκό Στάδιο κερδίσαμε εμείς με 20 πόντους, χάρη στο νικητήριο καλάθι με την ραβέρσα του Γιώργου Τρόντζου. Ο Τρόντζος ήταν μέτριος σε αυτό το παιχνίδι. Οι καλύτεροι παίκτες ήταν ο Γιώργος Αμερικάνος και ο Χρήστος Ζούπας. Με ρώτησαν, λοιπόν, οι δημοσιογράφοι ποιος παίκτης μού άρεσε και εγώ τους είπα να σημειώσουν ότι μού άρεσε ο Τρόντζος. Με ξαναρώτησαν μήπως δεν άκουσαν καλά. Αναγκάστηκαν να μου αναφέρουν από μόνοι τους τα ονόματα του Αμερικάνου και του Ζούπα και να με ρωτήσουν αν μου άρεσαν. Τότε τους επανέλαβα ότι μου άρεσε ο Γιώργος Τρόντζος. Μετά από μία-δύο μέρες πήγα στα Γραφεία της εφημερίδας και συζήτησα με έναν δημοσιογράφο, τον Χάρη Λυμπερόπουλο. Του είπα λοιπόν: «Ξέρεις γιατί εγώ έπρεπε να ενισχύσω τον Τρόντζο όσο μπορώ περισσότερο; Διότι (στον Τελικό) έχει να αντιμετωπίσει τον καλύτερο παίκτη της Ευρώπης, τον Ζίντεκ». Πράγματι, την εποχή εκείνη ο Ζίντεκ ήταν ο κορυφαίος σέντερ. Ήταν πολύ μεγάλος παίκτης. Γι’ αυτό έπρεπε να κάνω ό,τι είναι δυνατόν για να «σηκώσω» τον Γιώργο Τρόντζο ο οποίος θα τον αντιμετώπιζε στον Τελικό».
–Στον Τελικό η Σλάβια ήταν το φαβορί…
«Βεβαίως. Ο Τελικός με τη Σλάβια ήταν το μόνο παιχνίδι που δεν χρειαζόταν η διαφορά των πόντων. Όποιος κέρδιζε, θα έπαιρνε και το Κύπελλο. Ήταν μία μεγάλη επιτυχία για την ΑΕΚ τότε, γιατί ανοίξαμε το δρόμο και για τις μετέπειτα εξελίξεις του αθλήματος. Πολύ μεγάλη επιτυχία ήταν και η κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος από την Εθνική ομάδα με προπονητή τον Κώστα Πολίτη, όπως και όλα όσα ακολούθησαν σε συλλογικό αλλά και σε εθνικό επίπεδο».
–Τι είχατε πει στους παίκτες σας πριν από τον Τελικό, πέρα από τις οδηγίες τακτικής;
«Για να είμαι ειλικρινής, δεν θυμάμαι τι τους είπα. Δεν χωράει αμφιβολία ότι κάτι τους είπα. Σίγουρα, κάτι που θα τους τόνωσε την ψυχολογία. Δεν θυμάμαι. Πάντως, όλη μου η προσπάθεια ήταν στο να ανεβάσω το ηθικό των παικτών μου. Για να υπάρχει και μία… ισορροπία με τους άλλους, γιατί οι Τσέχοι ήταν το μεγάλο φαβορί».
–Περιμένατε, ότι θα γεμίσει το Καλλιμάρμαρο με 80.000 κόσμο;
«Όχι, προς Θεού. Ξέραμε ότι αυτός ο αγώνας θα συγκεντρώσει πολύ κόσμο, αλλά δεν περιμέναμε τόσο κόσμο».
–Πώς νιώσατε όταν ανεβαίνοντας από την καταπακτή είδατε τόσο κόσμο;
«Αισθάνθηκα πολύ υπερήφανος και πολύ τυχερός. Έκανα το σταυρό μου και ευχαρίστησα τον Θεό που με έβαλε στη θέση αυτή. Να είμαι δηλαδή προπονητής της ΑΕΚ την εποχή εκείνη. Τότε η ΑΕΚ αποτελούταν από μόνο Έλληνες παίκτες. Δεν υπήρχαν ξένοι. Ακόμα και ο προπονητής ήταν Έλληνας. Γι’ αυτό αν το εξετάσουμε, ήταν πολύ μεγάλο επίτευγμα αυτό που κατάφερε η ΑΕΚ τότε. Την ημέρα εκείνη, όλη η Ελλάδα ήταν ΑΕΚ».
–Τον Απρίλιο του… Τελικού είχε κακοκαιρία. Χιόνιζε… αν έχουμε διαβάσει σωστά.
«Πράγματι, θυμάμαι ότι εκείνη την περίοδο είχε άσχημο καιρό. Σε περίπτωση που δεν μπορούσε να διεξαχθεί το ματς στο Παναθηναϊκό Στάδιο, ήμασταν αναγκασμένοι να παίξουμε στο Κλειστό του Σπόρτινγκ, που ήταν το μοναδικό, που είχαμε τότε. Ήταν ένα γυμναστήριο που χωρούσε 2 χιλιάδες άτομα».
–Υπήρχε ο κίνδυνος να μην διεξαχθεί ο αγώνας στον Παναθηναϊκό Στάδιο;
«Την παραμονή του αγώνα, κατά τις 4 με 5 η ώρα το πρωί, με ξύπνησε ο Δημοσθένης ο Πασχαλίδης και μου είπε να σηκωθώ για να δω έναν θαυμάσιο καιρό που είχαμε. Υπήρχε κρύο, αλλά είχαν στεγνώσει τα πάντα. Πήρα, λοιπόν, το αυτοκίνητό μου, ο Δημοσθένης είχε δικό του αυτοκίνητο την εποχή εκείνη και κατεβήκαμε μαζί στο Παναθηναϊκό Στάδιο για να δούμε τι γίνεται και πως είναι το τερέν. Το τερέν ήταν γυαλί. Ήταν τόσο καλός ο καιρός που είχαν στεγνώσει τα πάντα. Κάναμε το σταυρό μας και γυρίσαμε στο ξενοδοχείο. Μέναμε, θυμάμαι, στην Κηφισιά. Και έτσι φτάσαμε στη μέρα του Τελικού. Βγάλαμε τους Τσέχους παίκτες όχι από τα αποδυτήρια, αλλά τους περάσαμε μέσα από το Στάδιο. Και 80.000 κόσμος τους αποδοκίμαζε. Τους έσπασε το ηθικό. Γι’ αυτό το κάναμε».
–Σας ενοχλούσε, που κάποιοι «αντίπαλοι» (ακόμη κι εντός Ελλάδος) για πολλά χρόνια υποστήριζαν ότι η ΑΕΚ κέρδισε την Σλάβια, λόγω των… φλας των φωτορεπόρτερ, που κάθονταν κάτω από το καλάθι;
«Έπαιξαν κάποιο ρόλο τα φλας, αλλά δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Πού να καθόντουσαν δηλαδή οι φωτορεπόρτερ;».
–Έχουν περάσει 47 χρόνια, σχεδόν μισός αιώνας από τον θρίαμβο. Πόσες φορές από τότε έχει ζωντανέψει στη μνήμη σας εκείνη η βραδιά; Θα θέλατε να γινόταν να τη ξαναζήσετε, ως προπονητής;
«Ασυζητητί (γέλια). Μακάρι να μου έδινε ο Θεός ξανά αυτό το χάρισμα του να είμαι προπονητής της ΑΕΚ. Αλλά δυστυχώς ποτέ δεν γυρίζεις πίσω. Συνεχώς πηγαίνεις μπροστά. Εκείνο που εύχομαι είναι, επειδή η ΑΕΚ έχει δώσει καλά στίγματα στον ελληνικό αθλητισμό και ειδικά στο μπάσκετ, να ξαναγίνει πάλι η ομάδα έτσι όπως ήταν εκείνη την εποχή. Να γίνει ξανά μεγάλη. Και πιστεύω ότι θα τα καταφέρει με τον κύριο Αγγελόπουλο στα ηνία».
–Τι κερδίσατε εσείς ή οι παίκτες σας από εκείνη την επιτυχία; Η Πολιτεία, ή οι «χορηγοί» της εποχής σάς έκαναν κάποιο δώρο;
«Η Γενική Γραμματεία για να μην θεωρηθούμε επαγγελματίες δεν μας έδωσε λεφτά στο χέρι, ως κέρδος γι’ αυτή τη μεγάλη επιτυχία. Όμως μάς έδωσε ένα εισιτήριο για να δούμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικού. Και πήγε όλη η ομάδα στο Μεξικό. Μείναμε εκεί γύρω στον ένα μήνα και είδαμε τους αγώνες το 1968. Πραγματικά, ήταν πολύ ωραίοι αγώνες, μαζεύτηκε πολύς κόσμος για να τους παρακολουθήσει, ήταν ωραίο το στάδιο. Φανταστείτε ότι είχαμε πάρει πράγματα μαζί μας για να κάνει η ομάδα προπόνηση, αλλά πού να κάνει προπόνηση; (γέλια). Ήταν σπουδαίο το θέαμα. Αρχικά, είδαμε το στίβο και μετά παρακολουθήσαμε και μπάσκετ».
–Ποιος παίκτης της «Βασίλισσας» του ’68 ήταν ο πιο πειθαρχημένος και ποιος ήταν ο πιο απείθαρχος;
«Ο πιο πειθαρχημένος ήταν ο Χρήστος Ζούπας ο οποίος ήταν και αρκετά μορφωμένος. Απείθαρχος ήταν ο Γιώργος Αμερικάνος (γέλια). Όμως, ό,τι και να έκανε ο Αμερικάνος του τα συγχωρούσαμε. Φανταστείτε ότι στον Τελικό έβαλε 29 πόντους που ήταν μεγάλη επίδοση την εποχή εκείνη, απέναντι ειδικά σε τέτοιον αντίπαλο».
–Ποιες ήταν οι σχέσεις σας με τους παίκτες της ΑΕΚ;
«Κοιτάχτε. Τα παιδιά της ΑΕΚ ταίριαξαν στην ψυχολογία μου. Βρήκαμε γρήγορα «χημεία». Φανταστείτε ότι ήμουνα για ενάμισι χρόνο στον Ολυμπιακό επί Γουλανδρή, αλλά εκεί δεν με σήκωνε το κλίμα. Δεν μπορούσα να συνεννοηθώ με τους παίκτες του Ολυμπιακού, υπήρχε απόσταση μεταξύ μας».
–Ποιον προπονητή είχατε ως πρότυπο και από ποια ξένη σχολή είχατε περισσότερες επιρροές;
«Δεν είχαμε τότε ξένους προπονητές. Όταν ήρθε ο Ντουκσάιρ έδωσε αναμφίβολα μία μικρή ώθηση στο ελληνικό μπάσκετ. Είχαμε δύο καλούς Έλληνες προπονητές, τον Φαίδωνα Ματθαίου και τον Κώστα Μουρούζη. Οπότε η Ελλάδα ήταν σαν να είχε τη δική της «σχολή» προπονητών εκείνη την εποχή».
–Πόσο είχατε πληγωθεί με τον προ 3ετίας υποβιβασμό της ΑΕΚ;
«Ήταν μεγάλο πλήγμα ο υποβιβασμός της ΑΕΚ πριν από τρία χρόνια. Στεναχωρήθηκα πολύ. Δεν μπορούσα να χωνέψω ότι υποβιβάστηκε μία ομάδα, όπως η ΑΕΚ η οποία έδωσε μεγάλες χαρές στο ελληνικό μπάσκετ. Αλλά δεν μπορούσα να κάνω και τίποτα για να το αποτρέψω. Απλά περίμενα να έρθουν καλύτερες μέρες».
–Πώς νιώθετε τώρα, που επέστρεψε στην Α1 και μάλιστα κάνει εντυπωσιακή πορεία, ενώ ήδη βρίσκεται σε τροχιά Ευρώπης;
«Νιώθω ευχαριστημένος τώρα που επέστρεψε η ΑΕΚ. Θα προσπαθήσω να έρθω και στο γήπεδο για να δω έναν αγώνα της ΑΕΚ».